Γκαρνιέ, Τονί

Γκαρνιέ, Τονί
(Tony Garnier, Λιόν 1869 – Λα Μπεντούλ 1948).Γάλλος πολεοδόμος και αρχιτέκτονας. Η φήμη του ως πολεοδόμου συνδέεται με τη μελέτη του (1901-4) για τη Βιομηχανική Πόλη (Cité industrielle),στην οποία περιέχονται όλα τα στοιχεία της ορθολογιστικής αντιμετώπισης των πολεοδομικών προβλημάτων· κατανομή, δηλαδή, του χώρου σε τετράγωνα τμήματα, τα οποία συνεχώς επαναλαμβάνονται, χωριστοί δρόμοι για την κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών, διαφοροποιημένες ζώνες, εμπορικό κέντρο, υποστυλώματα για τη στήριξη των κτιρίων, εξώστες, κλιμακωτές προσόψεις, καθολική χρήση του μπετόν κ.ά. Η μελέτη του Γ. προέβλεπε μία πόλη περίπου 35.000 κατ. Η χρησιμοποίηση αποκλειστικά ορθολογικών κριτηρίων για την επίλυση των προβλημάτων μιας πόλης παραμερίστηκε αργότερα από την εντελώς αντίθετη αγγλική αντίληψη της κηπούπολης. Ως αρχιτέκτονας, ο Γ. δεν ήταν τόσο τολμηρός όσο ως πολεοδόμος. Στα κτίρια που κατασκεύασε στη Λιόν –Ολυμπιακό στάδιο, νοσοκομείο Γκρανζ Mπλανς, Αγορά, Σφαγεία, Τηλεφωνικό Κέντρο κ.ά.– όπως και στο περίπτερο της Έκθεσης του Παρισιού του 1925, έδωσε γενικά μνημειακή και κλασικίζουσα μορφή, ενώ στο δημαρχιακό μέγαρο της Μπουλόν-Μπιγιανκούρ στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με τον Ντεμπά-Πονσάν (1931-34), ξαναγύρισε στις ορθολογικές πεποιθήσεις του. H πρόσοψη των Σφαγείων της Λιόν, ένα από τα σημαντικότερα έργα του κορυφαίου Γάλλου αρχιτέκτονα και διεθνούς φήμης πολεοδόμου Τονί Γκαρνιέ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λε Κορμπιζιέ — (Le Corbusier, Λα Σo ντε Φον 1887 – Ροκμπρίν Καπ Μαρτέν, Κυανή Ακτή 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του γαλλικής καταγωγής Ελβετού αρχιτέκτονα, ζωγράφου και πολεοδόμου Σαρλ Εντουάρ Ζανερέ (Charles Édouard Jeanneret). Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία ήρθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”